Λοχείας — Λοχείᾱς , Λοχεία of fem acc pl Λοχείᾱς , Λοχεία of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GENITA Mana — qualis olim Genius fuerit, docet Plutarch. in Quaest. Rom. q. 52. διὰ τί, inquit, τῇ καλουμένῃ Γενείτη μάνῃ κύνα θύουσι, καὶ κατεύχονται μηδένα χρηςτὸν ἀποβῆναι τῶ οἰκογευῶν. ἢ ὅτι δαίμων ἐςτὶν ἡ Γενείτα περὶ τᾶς γευέσεις καὶ τὰς λοχείας τῶ… … Hofmann J. Lexicon universale
επιλόχειος — Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η… … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek
αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
λεχωνιά — η [λεχώνα] το χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό, η περίοδος τής λοχείας … Dictionary of Greek
λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… … Dictionary of Greek
λοχεία — Το χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από το τέλος του τοκετού μέχρι την επάνοδο των γεννητικών οργάνων και του οργανισμού της γυναίκας στην πριν από την εγκυμοσύνη κατάσταση. Συνήθως η λ. διαρκεί 3 6 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων απαιτείται… … Dictionary of Greek
λοχιάς — λοχιάς, άδος, ἡ (Α) (για την Εκάτη) η προστάτιδα τής λοχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + κατάλ. ιάς (πρβλ. σχεδ ιάς, τυμβ ιάς)] … Dictionary of Greek